στυπτικά

στυπτικά
στυπτικός
astringent
neut nom/voc/acc pl
στυπτικά̱ , στυπτικός
astringent
fem nom/voc/acc dual
στυπτικά̱ , στυπτικός
astringent
fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • στυπτικάς — στυπτικά̱ς , στυπτικός astringent fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στυπτικός — ή, ό / στυπτικός, ή, όν, ΝΜΑ, και στυφτικός, ή, ό, Ν [στύφω] αυτός που επιφέρει συστολή νεοελλ. (φαρμ.) (για ουσία) αυτός που συστέλλει ισχυρά τον στοματικό βλεννογόνο, όπως είναι η στυπτηρία, τα διαλυτά άλατα τού μολύβδου, τού ψευδαργύρου, τού… …   Dictionary of Greek

  • στυπτικός — στυπτικός, ή, ό και στυφτικός, ή, ό αυτός που περιορίζει την έκκριση βλέννας ή την ευκοιλιότητα: Πήρε στυπτικά φάρμακα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”